ραψώδηση

ραψώδηση
η, Ν
η απαγγελία από ραψωδό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ραψωδώ. Η λ., στον λόγιο τ. ῥαψῴδησις, μαρτυρείται από το 1867 στον Αρ. Κυπριανό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”